οὐδήεσσα

οὐδήεσσα
οὐδήεις
terrestrial
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουδήεις — οὐδήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, επίγειος («Κίρκη... δεινὴ θεὸς οὐδήεσσα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. ήεις. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί αὐδήεις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”